Κατ’ αρχήν η συχνότατη αλλαγή εργασίας είναι ένδειξη μη σταθερότητας του υποψηφίου για την επιχείρηση. Μπορεί ο εργαζόμενος να άλλαζε εργασίες χωρίς δική του υπαιτιότητα ή επειδή έβρισκε κάτι καλύτερο. Ακόμη όμως και τότε σε πολλές περιπτώσεις, αν δεν προσεχθούν κάποια θέματα, μπορεί να δημιουργηθεί αρνητική εντύπωση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχει ένας “φυσικός ρυθμός” αλλαγής εργασιών ανάλογα με το επίπεδο, την θέση, τον κλάδο, το είδος εργασίας κτλ.
Μια άλλη πτυχή του θέματος είναι αν οι αλλαγές στην καριέρα κάποιου βγάζουν κάποιο νόημα: Είναι στον ίδιο κλάδο ή σε άλλους, είναι στην ίδια εργασία ή σε παρόμοιες; Ο εργαζόμενος έχει ανοδική πορεία από δουλειά σε δουλειά ή παρουσιάζει στασιμότητα ή και πτώση; Από όλα αυτά βγαίνουν συμπεράσματα. Για παράδειγμα, κατά ιδανικό τρόπο μια μεγάλη εταιρεία που αναζητάει ένα διοικητικό στέλεχος θα ήθελε να δει μια ανοδική πορεία στην καριέρα κάποιου πάνω στο αντικείμενο εργασίας που ψάχνει.
Παράλληλα όμως ο εργαζόμενος που έχει συνείδηση των παραπάνω δεδομένων (αυτό σημαίνει κατασκευή σωστού βιογραφικού) θα πρέπει να σκεφτεί “τι χρήσιμο για την καριέρα μου πήρα από αυτές τις φαινομενικά άσχετες (ή λίγο σχετικές) εργασίες;” και να προσπαθήσει μέσα από τα καθήκοντα ή τα επιτεύγματα που θα γράψει στο CV του για την συγκεκριμένη εργασία να τα αναφέρει.
Η εργασιακή εμπειρία είναι συνάρτηση της ηλικίας του υποψηφίου και του επιπέδου σπουδών του. Μερικές φορές νέοι υποψήφιοι γράφουν στο βιογραφικό τους κάθε μικρή άσχετη ή σχετική εμπειρία part-time που είχαν. Θα πρέπει να προσέξουν πώς θα γράψουν τι γιατί είναι εύκολο να μην δείξουν θετική εικόνα ή να θεωρήσουν οι μελλοντικοί εργοδότες ότι γράφουν επουσιώδη πράγματα ή ακόμη και ότι δεν λένε την αλήθεια επειδή η εμπειρία δεν ταιριάζει με τις σπουδές, τα χρόνια, την προσπάθεια που θα ήταν ανθρωπίνως δυνατό να καταβληθεί κτλ.
Σε αυτές τις περιπτώσεις πολύ συχνά οι εργοδότες δεν λένε τίποτα, απλά μένουν με κάποιες απορίες, κενά, ερωτηματικά που δεν τους “κολλάνε” σωστά. Οι υποψήφιοι σε αυτές τις περιπτώσεις χάνουν την εργασία ή δεν καλούνται ποτέ για συνέντευξη χωρίς να μαθαίνουν τους λόγους. Σκοπός του υποψηφίου θα έπρεπε να είναι η δημιουργία στους εργοδότες ακριβώς της αντίθετης άρρητης ή ρητής αίσθησης που επίσης συχνά δεν αναφέρεται. Οι εργοδότες πέρα από τα στοιχεία που αναγνωρίζουν μένουν με μια θετική επι πλέον εντύπωση την οποία αναγνωρίζουν ως δικό τους ένστικτο υπέρ κάποιου υποψηφίου.
Τέλος υπάρχουν και περιπτώσεις που η μεγάλη εμπειρία μπορεί να μην χρειάζεται γιατί πολλές επιχειρήσεις θέλουν άτομα που δεν έχουν φτιάξει ακόμη μια εργασιακή κουλτούρα και δεν έχουν επηρεαστεί από την εταιρική κουλτούρα κάποιας επιχείρησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι εταιρείες θέλουν υποψηφίους που είναι “λευκό χαρτί” για να μπορέσουν αν τους διαμορφώσουν οι ίδιες όπως θέλουν.